- ἐύτμητος
- ἐύ - τμητος (τέμνω): well - cut, of straps, Il. 23.684. (Il.)
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
εΰτμητος — ἐΰτμητος, ον, (Α) (επικ. τ.) (για δερμάτινα αντικείμενα) αυτός που έχει τμηθεί καλά, ο καλοκομμένος, ο κομμένος με τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τμητός (< τέμνω)] … Dictionary of Greek
εὔτμητος — well cut masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτμήτῳ — εὔτμητος well cut masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔτμητα — εὔτμητος well cut neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυτμήτοις — ἐϋτμήτοις , ἐύτμητος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυτμήτοισιν — ἐϋτμήτοισιν , ἐύτμητος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυτμήτους — ἐϋτμήτους , ἐύτμητος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυτμήτῳ — ἐϋτμήτῳ , ἐύτμητος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)